- ὡραιοτάτην
- ὡραῑοτάτην , ὡραῖοςproduced at the right seasonfem acc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πετρίτσης, Ιγνάτιος — Μοναχός και λόγιος του 17ου αι. από τη Χίο. Ήταν εξαίρετος αντιγραφέας χειρογράφων. Χειρόγραφό του σώζεται στη βιβλιοθήκη του Κολέγιου Λίνκολν της Οξφόρδης, που περιέχει διήγησιν ωραιοτάτην του ανδρειωμένου Διγενή (1670) … Dictionary of Greek